ἀοχλήτως

ἀοχλήτως
ἀόχλητος
undisturbed
adverbial
ἀόχλητος
undisturbed
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ИЕРОНИМ РОДОССКИЙ —     ИЕРОНИМ РОДОССКИЙ (Ἱερώνυμος ὁ Ῥόδιος) (ок. 290 230 до н. э.), представитель Перипатетической школы эллинистического периода.     В своих сочинениях, отличавшихся риторической отточенностью стиля, И. отдавал приоритет популярной этике, писал… …   Античная философия

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”